φύσιγγα

φύσιγγα
φύ̱σιγγα , φῦσιγξ
blister
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φύσιγγα — η / φῡσιγξ, ιγγος, ΝΑ νεοελλ. (φαρμ.) σωληνίσκος με τοίχωμα από λεπτό γυαλί, που λεπτύνεται στα δύο άκρα και προορίζεται για την υποδοχή και συντήρηση φαρμάκου υπό μορφή διαλύματος ή σκόνης, για παρεντερική συνήθως χρήση αρχ. 1. κύστη στο δέρμα ή …   Dictionary of Greek

  • αντιασφυξιογόνα προσωπίδα — Ατομική συσκευή που προστατεύει τις αναπνευστικές οδούς, το δέρμα του προσώπου και τα μάτια από την επιβλαβή δράση τοξικών ουσιών που περιέχονται στην ατμόσφαιρα. Η παρουσία των ουσιών αυτών μπορεί να οφείλεται σε βιομηχανικές επεξεργασίες, σε… …   Dictionary of Greek

  • φύσιγξ — ἡ, Α βλ. φύσιγγα …   Dictionary of Greek

  • αμπούλα — η (λ. γαλλ.), γυάλινη φύσιγγα με φάρμακο που λαμβάνεται με ένεση: Η μια αμπούλα είχε το φάρμακο και η άλλη το αποστειρωμένο νερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”